Στην ιστορία της Αγγλίας και της Ουαλίας, recusancy ήταν η κατάσταση εκείνων που αρνούνταν να παρακολουθήσουν τις Αγγλικανικές τελετές· εκείνα τα άτομα ήταν γνωστά ως recusants.[1] Ο όρος, που προέρχεται από το Λατινικό recusare (σημαίνει άρνηση ή αντίρρηση)[2] χρησιμοποιήθηκε πρώτα για την αναφορά σε εκείνους που παρέμειναν πιστοί στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και δεν προσέρχονταν στις δραστηριότητες της Εκκλησίας της Αγγλίας, ενώ ένας νόμος του 1593 καθόριζε τις τιμωρίες προς τους "Παπικούς αντιφρονούντες".[3]
Οι "Recusancy Acts" άρχισαν κατά τη βασιλεία της Ελισάβετ Α' και ανακλήθηκαν το 1650.[4] Επέβαλαν διάφορα είδη τιμωρίας σε εκείνους που δεν συμμετείχαν στην Αγγλικανική θρησκευτική δραστηριότητα, όπως πρόστιμα, κατάσχεση περιουσίας και φυλάκιση.[5] Παρά την ανάκλησή τους, οι περιορισμοί ενάντια στους Ρωμαιοκαθολικούς ήταν ακόμη σε ισχύ μέχρι την πλήρη Καθολική Χειραφέτηση το 1829.[6] Σε μερικές περιπτώσεις εκείνοι που ακολουθούσαν τον Καθολικισμό αντιμετώπιζαν τη θανατική ποινή,[7] και ένας αριθμός Άγγλων και Ουαλών Καθολικών που εκτελέστηκαν τον 16ο και τον 17ο αιώνα έχει αγιοποιηθεί από την Καθολική Εκκλησία ως Χριστιανοί μάρτυρες (βλέπε Καθολικοί μάρτυρες της Αγγλικής Μεταρρύθμισης).[8]
© MMXXIII Rich X Search. We shall prevail. All rights reserved. Rich X Search